ρήμα “spell”
απαρέμφατο spell; αυτός spells; αόριστος spelled, spelt uk; μετοχή αορ. spelled, spelt uk; μετοχή ενεστ. spelling
- συλλαβίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
For her homework, Emily had to spell "butterfly" correctly.
- σχηματίζουν λέξη
The letters "c", "a", "t" spell "cat".
- προμηνύω
The dark clouds spell rain.
- αναλαμβάνω προσωρινά
After three hours of continuous work, Jake came to spell me at the reception desk.
ουσιαστικό “spell”
ενικός spell, πληθυντικός spells ή μη μετρήσιμο
- ξόρκι
She whispered a spell to make the flowers bloom overnight.
- διάστημα (π.χ. κρύο διάστημα)
After a brief spell of rain, the sun came out again.
- περίοδος (π.χ. περίοδος εργασίας)
After retiring, he enjoyed a brief spell as a teacher at the local community college.