ουσιαστικό “cargo”
ενικός cargo, πληθυντικός cargoes, cargos ή μη μετρήσιμο
- φορτίο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The cargo was loaded onto the ship before it departed.