·

lie (EN)
ρήμα, ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “lie”

απαρέμφατο lie; αυτός lies; αόριστος lay; μετοχή αορ. lain; μετοχή ενεστ. lying
  1. ξαπλώνω
    I am going to lie in bed for a while.
  2. είμαι ξαπλωμένος
    He was lying in bed the whole day.
  3. βρίσκομαι
    The village lies just beyond the river.
  4. βρίσκομαι (σε μια συγκεκριμένη κατάσταση)
    The house lies empty.
  5. βρίσκομαι (ως πηγή)
    The problem lies in our planning abilities.

ρήμα “lie”

απαρέμφατο lie; αυτός lies; αόριστος lied; μετοχή αορ. lied; μετοχή ενεστ. lying
  1. λέω ψέματα
    She lied about her qualifications during the interview.

ουσιαστικό “lie”

ενικός lie, πληθυντικός lies
  1. ψέμα
    He couldn't keep track of his lies anymore.