ρήμα “lie”
απαρέμφατο lie; αυτός lies; αόριστος lay; μετοχή αορ. lain; μετοχή ενεστ. lying
- ξαπλώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I am going to lie in bed for a while.
- είμαι ξαπλωμένος
He was lying in bed the whole day.
- βρίσκομαι
The village lies just beyond the river.
- βρίσκομαι (σε μια συγκεκριμένη κατάσταση)
- βρίσκομαι (ως πηγή)
The problem lies in our planning abilities.
ρήμα “lie”
απαρέμφατο lie; αυτός lies; αόριστος lied; μετοχή αορ. lied; μετοχή ενεστ. lying
- λέω ψέματα
She lied about her qualifications during the interview.
ουσιαστικό “lie”
ενικός lie, πληθυντικός lies
- ψέμα
He couldn't keep track of his lies anymore.