ουσιαστικό “granite”
ενικός granite, πληθυντικός granites ή μη μετρήσιμο
- γρανίτης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The kitchen countertops were made of polished granite, giving the room an elegant look.