·

steering (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
steer (ρήμα)

ουσιαστικό “steering”

ενικός steering, πληθυντικός steerings ή μη μετρήσιμο
  1. τιμόνι (τα μέρη ενός οχήματος ή μηχανής που επιτρέπουν την καθοδήγησή του)
    The car's steering was damaged after hitting the pothole.