·

eternal (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “eternal”

βασική μορφή eternal, μη βαθμ.
  1. αιώνιος
    The stars in the sky, shining with eternal light, have witnessed the rise and fall of countless civilizations.

ουσιαστικό “eternal”

ενικός eternal, πληθυντικός eternals ή μη μετρήσιμο
  1. αιώνιο όν (για πλάσματα που ζουν για πάντα)
    In ancient myths, eternals roamed the earth, guiding and protecting humans with their timeless wisdom.