·

skyrocket (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “skyrocket”

απαρέμφατο skyrocket; αυτός skyrockets; αόριστος skyrocketed; μετοχή αορ. skyrocketed; μετοχή ενεστ. skyrocketing
  1. εκτοξεύομαι
    After the announcement of the new model, the company's stock prices skyrocketed overnight.
  2. εκτοξεύω
    The release of the new smartphone model skyrocketed the company's sales within days.

ουσιαστικό “skyrocket”

ενικός skyrocket, πληθυντικός skyrockets
  1. πυροτέχνημα (που εκτοξεύεται γρήγορα στον ουρανό και στη συνέχεια εκρήγνυται)
    At the New Year's Eve celebration, the night sky was illuminated as dozens of skyrockets burst into colorful patterns above the cheering crowd.