·

their (EN)
οριστικό

οριστικό “their”

their
  1. τους (για άνδρες, γυναίκες, ή αντικείμενα)
    The students gathered their books at the end of the class.
  2. του/της (όταν το φύλο δεν είναι γνωστό ή σημαντικό)
    Someone left their umbrella in the cafe.