·

tuning (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
tune (ρήμα)

ουσιαστικό “tuning”

ενικός tuning, πληθυντικός tunings
  1. κουρδισμός
    Before the concert, the piano was checked to ensure its tuning matched the orchestra's standard of A = 440 Hz.
  2. κουρδισμός (των χορδών ενός μουσικού οργάνου)
    She preferred the open G tuning for her banjo because it made playing chords easier.
  3. ρύθμιση (για βελτιστοποίηση απόδοσης)
    After hours of careful tuning, the race car's engine roared to life with maximum efficiency.