ουσιαστικό “fur”
ενικός fur, πληθυντικός furs ή μη μετρήσιμο
- γούνα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The kitten's fur was so soft that it felt like touching a cloud.
- γούνα
Her new coat was made of soft rabbit fur, keeping her warm throughout the winter.
- γούνινο ένδυμα
She wrapped herself in a warm fur to brave the winter cold.
- επίστρωση νεκρών κυττάρων στη γλώσσα
After waking up with a dry mouth, she noticed a thick layer of fur on her tongue.