ουσιαστικό “punch”
ενικός punch, πληθυντικός punches
- μπουνιά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He delivered a powerful punch to his opponent's jaw.
- διατρητήρας
She used a punch to make holes in the leather belt.
ουσιαστικό “punch”
ενικός punch, μη μετρήσιμο
- δύναμη
The speech lacked punch and failed to inspire the audience.
- παντς
They served a refreshing bowl of fruit punch at the party.
ρήμα “punch”
απαρέμφατο punch; αυτός punches; αόριστος punched; μετοχή αορ. punched; μετοχή ενεστ. punching
- γρονθοκοπώ
He punched the bag hard during his workout.
- τρυπώ
She punched her time card to record her time of arrival.
- πατάω (κουμπί)
He punched the “on” button on the calculator.
- εισάγω (πληροφορίες)
She punched her code into the keypad to unlock the door.