ρήμα “redefine”
απαρέμφατο redefine; αυτός redefines; αόριστος redefined; μετοχή αορ. redefined; μετοχή ενεστ. redefining
- ξαναορίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company redefined its mission statement to reflect its new focus on sustainability.