·

witch (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “witch”

ενικός witch, πληθυντικός witches
  1. μάγισσα
    The village witch brewed potions and cast spells in her small, secluded hut.
  2. σκύλα (σε περιπτώσεις που χρησιμοποιείται ως προσβλητικός χαρακτηρισμός για άσχημη ή δυσάρεστη γυναίκα)
    Oh my god, that teacher is such a witch.
  3. γλώσσα (όταν αναφέρεται στο είδος του ψαριού)
    While fishing in the North Sea, we caught a witch, a type of flatfish, which surprised us with its unique appearance.