·

money market account (EN)
φράση

φράση “money market account”

  1. λογαριασμός χρηματαγοράς (λογαριασμός ταμιευτηρίου που προσφέρει υψηλότερα επιτόκια και μπορεί να απαιτεί υψηλότερο ελάχιστο υπόλοιπο από έναν κανονικό λογαριασμό ταμιευτηρίου)
    She decided to open a money market account to earn more interest on her savings.