ουσιαστικό “fear”
ενικός fear, πληθυντικός fears ή μη μετρήσιμο
- φόβος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She felt a wave of fear when the thunderstorm began.
- ανησυχία (για την ασφάλεια κάποιου)
She had a fear that her son might get lost on the school trip.
ρήμα “fear”
απαρέμφατο fear; αυτός fears; αόριστος feared; μετοχή αορ. feared; μετοχή ενεστ. fearing
- φοβάμαι
She fears speaking in public.
- φοβάμαι (ότι κάτι κακό έχει συμβεί ή μπορεί να συμβεί σύντομα)
She feared that the storm would destroy their home.
- φοβάμαι (ότι κάτι κακό έχει συμβεί)
I fear we might be too late to catch the last train.