·

fear (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “fear”

ενικός fear, πληθυντικός fears ή μη μετρήσιμο
  1. φόβος
    She felt a wave of fear when the thunderstorm began.
  2. ανησυχία (για την ασφάλεια κάποιου)
    She had a fear that her son might get lost on the school trip.

ρήμα “fear”

απαρέμφατο fear; αυτός fears; αόριστος feared; μετοχή αορ. feared; μετοχή ενεστ. fearing
  1. φοβάμαι
    She fears speaking in public.
  2. φοβάμαι (ότι κάτι κακό έχει συμβεί ή μπορεί να συμβεί σύντομα)
    She feared that the storm would destroy their home.
  3. φοβάμαι (ότι κάτι κακό έχει συμβεί)
    I fear we might be too late to catch the last train.