·

peer-to-peer (EN)
επίθετο

επίθετο “peer-to-peer”

βασική μορφή peer-to-peer, μη βαθμ.
  1. ομότιμος (πληροφορική, επιτρέπει στους υπολογιστές να συνδέονται απευθείας μεταξύ τους και να μοιράζονται πόρους χωρίς κεντρικό διακομιστή)
    Many file-sharing applications use peer-to-peer networks to let users share files directly.
  2. ομότιμος (επιτρέποντας στους ανθρώπους να αλληλεπιδρούν ή να συναλλάσσονται άμεσα μεταξύ τους χωρίς μεσάζοντα)
    Peer-to-peer lending platforms enable individuals to lend and borrow money without going through a bank.