ρήμα “occur”
απαρέμφατο occur; αυτός occurs; αόριστος occurred; μετοχή αορ. occurred; μετοχή ενεστ. occurring
- συμβαίνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The power outage occurred during the storm last night.
- μου έρχεται στο μυαλό
A funny story from last summer suddenly occurred to me while I was talking to my friend.
- απαντώ (σε επιστημονικά συμφραζόμενα)
Gold often occurs in quartz veins.