·

cyber (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “cyber”

βασική μορφή cyber, μη βαθμ.
  1. κυβερνο- (που σχετίζεται με υπολογιστές ή το Διαδίκτυο)
    Cyber attacks pose a significant threat to national security.

ουσιαστικό “cyber”

ενικός cyber, μη μετρήσιμο
  1. κυβερνοασφάλεια
    The company invests heavily in cyber to protect client data.