ουσιαστικό “closet”
ενικός closet, πληθυντικός closets
- ένα μικρό δωμάτιο ή κλειστός χώρος για την αποθήκευση ρούχων, παπουτσιών και άλλων προσωπικών αντικειμένων
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She kept her dresses and shoes neatly arranged in the closet.
- (μεταφορικά) κατάσταση μυστικότητας ή απόκρυψης, ειδικά σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό κάποιου
He decided it was time to come out of the closet and tell his family he was gay.
επίθετο “closet”
βασική μορφή closet, μη βαθμ.
- δεν αναγνωρίζεται ή εμφανίζεται ανοιχτά· μυστικό
She is a closet admirer of his work.
ρήμα “closet”
απαρέμφατο closet; αυτός closets; αόριστος closeted; μετοχή αορ. closeted; μετοχή ενεστ. closeting
- να κλείσεις κάποιον σε ένα ιδιωτικό δωμάτιο για μια εμπιστευτική συζήτηση
The committee members closeted themselves to decide on the award recipient.