·

thumbnail (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “thumbnail”

ενικός thumbnail, πληθυντικός thumbnails
  1. νύχι του αντίχειρα
    She accidentally cut her thumbnail too short while trimming her nails.
  2. μικρογραφία (στον υπολογιστή)
    When browsing online, clicking on the thumbnails will open the full-sized images.