ουσιαστικό “thumbnail”
ενικός thumbnail, πληθυντικός thumbnails
- νύχι του αντίχειρα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She accidentally cut her thumbnail too short while trimming her nails.
- μικρογραφία (στον υπολογιστή)
When browsing online, clicking on the thumbnails will open the full-sized images.