ουσιαστικό “ambition”
ενικός ambition, πληθυντικός ambitions ή μη μετρήσιμο
- φιλοδοξία (για συγκεκριμένο στόχο ή επιθυμία)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her greatest ambition was to become a famous author.
- φιλοδοξία (για επιτυχία, αναγνώριση ή εξουσία)
Her ambition was inspired by all the role models I met.