·

ambition (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “ambition”

ενικός ambition, πληθυντικός ambitions ή μη μετρήσιμο
  1. φιλοδοξία (για συγκεκριμένο στόχο ή επιθυμία)
    Her greatest ambition was to become a famous author.
  2. φιλοδοξία (για επιτυχία, αναγνώριση ή εξουσία)
    Her ambition was inspired by all the role models I met.