ουσιαστικό “hostess”
ενικός hostess, πληθυντικός hostesses
- οικοδέσποινα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The hostess welcomed everyone warmly at the party.
- οικοδέσποινα (μια γυναίκα που καλωσορίζει και τοποθετεί τους πελάτες σε ένα εστιατόριο)
We waited while the hostess prepared our table.
- παρουσιάστρια
Please welcome today's hostess, Maria!
- οικοδέσποινα (σε μπαρ ή κλαμπ)
The hostesses made sure every guest felt special.