·

hostess (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “hostess”

ενικός hostess, πληθυντικός hostesses
  1. οικοδέσποινα
    The hostess welcomed everyone warmly at the party.
  2. οικοδέσποινα (μια γυναίκα που καλωσορίζει και τοποθετεί τους πελάτες σε ένα εστιατόριο)
    We waited while the hostess prepared our table.
  3. παρουσιάστρια
    Please welcome today's hostess, Maria!
  4. οικοδέσποινα (σε μπαρ ή κλαμπ)
    The hostesses made sure every guest felt special.