ρήμα “respond”
απαρέμφατο respond; αυτός responds; αόριστος responded; μετοχή αορ. responded; μετοχή ενεστ. responding
- απαντώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When the teacher asked why he was late, Jake responded that his car had broken down.
- αντιδρώ
This type of cancer responds well to treatment.