·

confusion (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “confusion”

ενικός confusion, πληθυντικός confusions ή μη μετρήσιμο
  1. σύγχυση
    When the teacher switched topics abruptly, a wave of confusion swept through the classroom.
  2. ανακάτεμα (όταν αναφερόμαστε στο να μπερδεύουμε τα πράγματα μεταξύ τους)
    The confusion between baking soda and baking powder ruined the cake.