·

realistic (EN)
επίθετο

επίθετο “realistic”

βασική μορφή realistic (more/most)
  1. ρεαλιστικός (με πρακτική και λογική κατανόηση)
    After studying the competition, she remained realistic about her chances of winning the race.
  2. ρεαλιστικός (πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας)
    The video game has very realistic graphics that make you feel like you're actually there.