·

lent (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
lend (ρήμα)

ουσιαστικό “lent”

ενικός lent, μη μετρήσιμο
  1. σαρακοστή
    She decided to give up chocolate for lent this year.