·

bus (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “bus”

ενικός bus, πληθυντικός buses, busses
  1. λεωφορείο
    We took the bus downtown to visit the museum.
  2. δίαυλος
    The data bus connects the processor to the memory.

ρήμα “bus”

απαρέμφατο bus; αυτός buses, busses uk; αόριστος bused, bussed uk; μετοχή αορ. bused, bussed uk; μετοχή ενεστ. busing, bussing uk
  1. μεταφέρω με λεωφορείο
    The company buses employees to the factory from the nearby town.
  2. ταξιδεύω με λεωφορείο
    We decided to bus across the country during the summer holidays.
  3. να μεταφέρονται μαθητές σε διαφορετικά σχολεία με λεωφορείο, ειδικά για τη φυλετική ενσωμάτωση των σχολείων
    In the 1970s, many cities began to bus students to promote desegregation.
  4. μαζεύω πιάτα (σε εστιατόριο)
    He is working part-time bussing tables at the diner.