ουσιαστικό “bus”
ενικός bus, πληθυντικός buses, busses
- λεωφορείο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We took the bus downtown to visit the museum.
- δίαυλος
The data bus connects the processor to the memory.
ρήμα “bus”
απαρέμφατο bus; αυτός buses, busses uk; αόριστος bused, bussed uk; μετοχή αορ. bused, bussed uk; μετοχή ενεστ. busing, bussing uk
- μεταφέρω με λεωφορείο
The company buses employees to the factory from the nearby town.
- ταξιδεύω με λεωφορείο
We decided to bus across the country during the summer holidays.
- να μεταφέρονται μαθητές σε διαφορετικά σχολεία με λεωφορείο, ειδικά για τη φυλετική ενσωμάτωση των σχολείων
In the 1970s, many cities began to bus students to promote desegregation.
- μαζεύω πιάτα (σε εστιατόριο)
He is working part-time bussing tables at the diner.