·

mixed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
mix (ρήμα)

επίθετο “mixed”

βασική μορφή mixed (more/most)
  1. ανάμεικτος
    He follows a mixed diet, containing both meat and vegetables.
  2. μεικτός (με θετικές και αρνητικές πτυχές)
    His performance received mixed reviews; some loved it, while others were less impressed.
  3. ανάμικτος (αναφερόμενος σε άνδρες και γυναίκες)
    Our office team is mixed, consisting of five women and four men.
  4. μικτής καταγωγής
    She has a mixed heritage, with a Japanese mother and an Italian father.