·

card (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “card”

ενικός card, πληθυντικός cards ή μη μετρήσιμο
  1. κάρτα (παιχνιδιού)
    He dealt each player five cards for the poker game.
  2. ταυτότητα
    You need to show your card to enter the building.
  3. κάρτα (πληρωμών)
    She prefers to pay with her card instead of cash.
  4. κάρτα (ευχετήρια)
    I received a birthday card from my aunt.
  5. επαγγελματική κάρτα
    The salesman gave me his card after our meeting.
  6. τύπος (αστείος ή εκκεντρικός)
    Your uncle is such a card; he always tells the best stories.
  7. κάρτα (υπολογιστή)
    He installed a new graphics card to improve his gaming performance.
  8. πρόγραμμα εκδηλώσεων ή καλλιτεχνών, ειδικά στον αθλητισμό ή την ψυχαγωγία
    Tonight's boxing card features several exciting fights.
  9. κάρτα (στην πληροφορική, μία από τις πολλές σελίδες ή φόρμες που ο χρήστης μπορεί να πλοηγηθεί μεταξύ τους σε ένα περιβάλλον χρήστη)
    Fill in each card with your personal information.
  10. ενέργεια ή τακτική που χρησιμοποιείται για να αποκτηθεί πλεονέκτημα (συνήθως στη φράση "play the X card")
    She played the sympathy card to get out of trouble.

ρήμα “card”

απαρέμφατο card; αυτός cards; αόριστος carded; μετοχή αορ. carded; μετοχή ενεστ. carding
  1. ελέγχω ταυτότητα
    The bartender had to card everyone who looked under 30.
  2. δείχνω κάρτα (κίτρινη ή κόκκινη)
    The player was carded immediately after the foul.
  3. (στο γκολφ) να καταγράψετε ένα σκορ σε μια κάρτα αποτελεσμάτων
    She carded a 72 in the final round of the tournament.
  4. χτενίζω ίνες για να τις προετοιμάσω για κλώσιμο
    They carded the cotton before turning it into fabric.