ουσιαστικό “cab”
ενικός cab, πληθυντικός cabs
- ταξί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After the party, we hopped into a cab and went home.
- καμπίνα
The truck driver climbed into the cab and started the engine.
- καμπίνα
The crane operator sat high above the ground in the cab, moving heavy materials.
- καμπίνα (καταφύγιο)
From the cab at the top of the tower, the controller guided planes safely to the runway.
- καμπίνα (παιχνιδομηχανή)
He spent hours repairing old arcade cabs in his garage.