·

centrist (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “centrist”

βασική μορφή centrist, μη βαθμ.
  1. κεντρώος
    The centrist politician proposed a balanced budget that included ideas from both major parties.

ουσιαστικό “centrist”

ενικός centrist, πληθυντικός centrists
  1. κεντρώος (υποστηρικτής του κεντρισμού)
    Maria is a centrist who believes in finding a middle ground between conservative and liberal policies.