επίθετο “centrist”
βασική μορφή centrist, μη βαθμ.
- κεντρώος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The centrist politician proposed a balanced budget that included ideas from both major parties.
ουσιαστικό “centrist”
ενικός centrist, πληθυντικός centrists
- κεντρώος (υποστηρικτής του κεντρισμού)
Maria is a centrist who believes in finding a middle ground between conservative and liberal policies.