·

foreign transaction (EN)
φράση

φράση “foreign transaction”

  1. ξένη συναλλαγή (μια χρηματοοικονομική συναλλαγή που πραγματοποιείται σε άλλη χώρα ή περιλαμβάνει ξένο νόμισμα)
    Whenever he used his credit card in Europe, his bank applied a foreign transaction fee.