επίθετο “monetary”
βασική μορφή monetary, μη βαθμ.
- νομισματικός (σχετικός με το χρήμα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government is implementing monetary policies to control inflation.