επίθετο “empathetic”
βασική μορφή empathetic (more/most)
- συμπαθητικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her empathetic friend always knew the right thing to say when she was feeling down.