ρήμα “relate”
απαρέμφατο relate; αυτός relates; αόριστος related; μετοχή αορ. related; μετοχή ενεστ. relating
- να δείχνω συσχέτιση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The study aimed to relate dietary habits to overall health outcomes in the population.
- να σχετίζομαι
The symptoms she described relate directly to a vitamin D deficiency.
- να ταυτίζομαι
She related to the character in the book because they both had grown up in small towns.
- να αφηγούμαι
She related her adventures in Spain with such enthusiasm that we all wanted to visit.