ρήμα “mix”
απαρέμφατο mix; αυτός mixes; αόριστος mixed; μετοχή αορ. mixed; μετοχή ενεστ. mixing
- ανακατεύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Mix the sugar and butter until they are well combined.
- συνδυάζω (με την έννοια του να συνδυάζεις διαφορετικά πράγματα)
It's important not to mix business with pleasure.
- χτυπώ (στην κουζίνα με μίξερ)
Please mix the cake batter with the electric mixer until it's smooth and free of lumps.
- μίξαρω (στον ήχο)
After recording all the instruments separately, the sound engineer mixed them into one harmonious song.
ουσιαστικό “mix”
ενικός mix, πληθυντικός mixes ή μη μετρήσιμο
- μείγμα
Pour the cake batter into the pan, ensuring the chocolate chips are evenly distributed throughout the mix.
- συνδυασμός (με την έννοια της συνύπαρξης διαφορετικών στοιχείων)
The playlist was a vibrant mix of jazz, rock, and pop songs.
- μίξη (στον ήχο)
After adding the vocals, the final mix of the song really came to life.