·

mix (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “mix”

απαρέμφατο mix; αυτός mixes; αόριστος mixed; μετοχή αορ. mixed; μετοχή ενεστ. mixing
  1. ανακατεύω
    Mix the sugar and butter until they are well combined.
  2. συνδυάζω (με την έννοια του να συνδυάζεις διαφορετικά πράγματα)
    It's important not to mix business with pleasure.
  3. χτυπώ (στην κουζίνα με μίξερ)
    Please mix the cake batter with the electric mixer until it's smooth and free of lumps.
  4. μίξαρω (στον ήχο)
    After recording all the instruments separately, the sound engineer mixed them into one harmonious song.

ουσιαστικό “mix”

ενικός mix, πληθυντικός mixes ή μη μετρήσιμο
  1. μείγμα
    Pour the cake batter into the pan, ensuring the chocolate chips are evenly distributed throughout the mix.
  2. συνδυασμός (με την έννοια της συνύπαρξης διαφορετικών στοιχείων)
    The playlist was a vibrant mix of jazz, rock, and pop songs.
  3. μίξη (στον ήχο)
    After adding the vocals, the final mix of the song really came to life.