·

general ledger (EN)
φράση

φράση “general ledger”

  1. γενικό καθολικό (το κύριο λογιστικό αρχείο όπου μια εταιρεία καταγράφει όλες τις οικονομικές της συναλλαγές)
    The accountant reviewed the general ledger to ensure all entries were accurate.