·

lifted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
lift (ρήμα)

επίθετο “lifted”

βασική μορφή lifted (more/most)
  1. φτιαγμένος
    They felt lifted after sampling the new craft beers at the festival.