ουσιαστικό “accuracy”
ενικός accuracy, μη μετρήσιμο
- ακρίβεια
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The carpenter measured the boards with great accuracy to ensure the bookshelf would be perfectly level.