ρήμα “express”
απαρέμφατο express; αυτός expresses; αόριστος expressed; μετοχή αορ. expressed; μετοχή ενεστ. expressing
- εκφράζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He expressed his gratitude to the team for their hard work.
- εκφράζω (να πιέζω έξω, ένα υγρό ή ουσία, από κάτι)
She expressed some honey from the comb.
- (στη βιολογία) να παραχθεί μια πρωτεΐνη χρησιμοποιώντας γενετικές οδηγίες
The cells are engineered to express a therapeutic protein.
επίθετο “express”
βασική μορφή express (more/most)
- εξπρές (λειτουργεί γρήγορα, ειδικά χωρίς στάσεις)
The express bus will get you there faster.
- σαφής
She gave me express instructions not to touch anything.
- εξπρές (παρέχοντας ταχύτερη εξυπηρέτηση από το συνηθισμένο)
The letter was sent by express mail.
επίρρημα “express”
- εξπρές (της μεταφοράς, χωρίς στάση σε ενδιάμεσα σημεία)
The train runs express to the city center during rush hour.
ουσιαστικό “express”
ενικός express, πληθυντικός expresses
- εξπρές (ένα γρήγορο τρένο ή λεωφορείο που κάνει λίγες ή καθόλου στάσεις)
We took the express into town and arrived in half the usual time.
- ταχυμεταφορά (υπηρεσία)
The package was sent by express to reach them overnight.