επίθετο “unsecured”
βασική μορφή unsecured, μη βαθμ.
- μη στερεωμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The ladder was left unsecured and could easily tip over.
- απροστάτευτος
Connecting to an unsecured Wi-Fi network can expose your data.
- ακάλυπτος (χωρίς εξασφαλίσεις)
He took out an unsecured loan to pay for his vacation.