·

inherit (EN)
ρήμα

ρήμα “inherit”

απαρέμφατο inherit; αυτός inherits; αόριστος inherited; μετοχή αορ. inherited; μετοχή ενεστ. inheriting
  1. κληρονομώ (περιουσία, τίτλο ή κάτι άλλο από κάποιον που έχει πεθάνει)
    When her aunt passed away, Maria inherited a beautiful necklace.
  2. κληρονομώ (χαρακτηριστικά από γονείς ή προγόνους μέσω γονιδίων)
    She inherited her father's blue eyes and her mother's curly hair.
  3. αναλαμβάνω (ευθύνες ή καθήκοντα από κάποιον που τα είχε πριν)
    The new manager inherited the outdated procedures from the previous team.
  4. κληρονομώ (χαρακτηριστικά από μια γενικότερη κλάση στον προγραμματισμό)
    The class Dog inherits the attributes and behaviors of the class Animal.