ρήμα “inherit”
απαρέμφατο inherit; αυτός inherits; αόριστος inherited; μετοχή αορ. inherited; μετοχή ενεστ. inheriting
- κληρονομώ (περιουσία, τίτλο ή κάτι άλλο από κάποιον που έχει πεθάνει)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When her aunt passed away, Maria inherited a beautiful necklace.
- κληρονομώ (χαρακτηριστικά από γονείς ή προγόνους μέσω γονιδίων)
She inherited her father's blue eyes and her mother's curly hair.
- αναλαμβάνω (ευθύνες ή καθήκοντα από κάποιον που τα είχε πριν)
The new manager inherited the outdated procedures from the previous team.
- κληρονομώ (χαρακτηριστικά από μια γενικότερη κλάση στον προγραμματισμό)
The class Dog inherits the attributes and behaviors of the class Animal.