·

English (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, ουσιαστικό

επίθετο “English”

βασική μορφή English, μη βαθμ.
  1. αγγλικός (σχετικός με τη γλώσσα)
    She's taking an English course to improve her grammar and pronunciation.
  2. αγγλικός (σχετικός με την Αγγλία)
    The English countryside is renowned for its rolling hills and quaint villages.

ουσιαστικό “English”

English, μόνο ενικός αριθμός
  1. αγγλικά
    He's studying English because he wants to work in international trade.
  2. αγγλική φιλολογία (μάθημα σχολείου)
    My favorite subject in school is English because we get to analyze different literary works.

ουσιαστικό “English”

English, μόνο πληθυντικός
  1. Άγγλοι (οι κάτοικοι της Αγγλίας)
    The English are known for their love of tea and cricket.