·

TV (EN)
ουσιαστικό, σύμβολο

ουσιαστικό “TV”

ενικός TV, πληθυντικός TVs ή μη μετρήσιμο
  1. τηλεόραση
    We watched the news on TV last night.
  2. TV (όγκος αέρα που εισπνέεται ή εκπνέεται κατά την κανονική αναπνοή)
    The doctor measured her TV during the lung function test.

σύμβολο “TV”

TV
  1. (μετρολογία) τεραβόλτ· μονάδα SI ίση με ένα τρισεκατομμύριο βολτ
    The particle accelerator operates at energies of several TV.
  2. (διεθνή πρότυπα) ο κωδικός χώρας ISO για το Τουβαλού
    The .TV domain is popular for video websites but actually belongs to Tuvalu.