ουσιαστικό “TV”
ενικός TV, πληθυντικός TVs ή μη μετρήσιμο
- τηλεόραση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We watched the news on TV last night.
- TV (όγκος αέρα που εισπνέεται ή εκπνέεται κατά την κανονική αναπνοή)
The doctor measured her TV during the lung function test.
σύμβολο “TV”
- (μετρολογία) τεραβόλτ· μονάδα SI ίση με ένα τρισεκατομμύριο βολτ
The particle accelerator operates at energies of several TV.
- (διεθνή πρότυπα) ο κωδικός χώρας ISO για το Τουβαλού
The .TV domain is popular for video websites but actually belongs to Tuvalu.