·

conventional (EN)
επίθετο

επίθετο “conventional”

βασική μορφή conventional (more/most)
  1. παραδοσιακός
    Despite the rise of electric cars, many people still prefer the conventional gasoline-powered vehicles.
  2. συμβατικός
    She decided to have a conventional wedding, with a white dress and a ceremony in a church.
  3. συμβατικά όπλα (για να διακρίνεται από όπλα μαζικής καταστροφής)
    The army decided to use conventional bombs instead of nuclear ones to minimize collateral damage.
  4. συμβατική ιατρική (για να διακρίνεται από εναλλακτικές ή φυσικές μεθόδους)
    After trying various herbal remedies, she finally turned to conventional treatments for her condition.
  5. συμβατική γεωργία (για να διακρίνεται από βιολογική γεωργία)
    Despite the growing popularity of organic farming, many farmers still prefer conventional methods.