·

moved (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
move (ρήμα)

επίθετο “moved”

βασική μορφή moved (more/most)
  1. συγκινημένος/η
    Seeing the old couple hold hands and smile at each other, I was deeply moved.