·

fiscal (EN)
επίθετο

επίθετο “fiscal”

βασική μορφή fiscal (more/most)
  1. δημοσιονομικός (σχετικός με τα οικονομικά της κυβέρνησης, ειδικά τους φόρους)
    The government's fiscal policy aims to reduce the budget deficit.
  2. δημοσιονομικός (που σχετίζεται με οικονομικά θέματα μιας εταιρείας)
    The company is addressing its fiscal challenges to improve profitability.