·

related (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
relate (ρήμα)

επίθετο “related”

βασική μορφή related, μη βαθμ.
  1. συγγενής
    She is related to the mayor; they are cousins.
  2. συνδεδεμένος (με ιδέες ή έννοιες που έχουν σχέση ή ομοιότητες)
    Mathematics and physics are deeply related, as principles from one often apply to the other.
  3. συγγενικός (σε οργανισμούς ή γλώσσες που είναι γενετικά ή αναπτυξιακά κοντινοί)
    Wolves and dogs are closely related animals, sharing a common ancestor.
  4. σχετικός (συνδεδεμένος με συγκεκριμένο πράγμα που αναφέρεται)
    The book contains several stress-related health tips.