·

leftist (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “leftist”

βασική μορφή leftist (more/most)
  1. αριστερός
    The new mayor's leftist policies focus on increasing social welfare programs.

ουσιαστικό “leftist”

ενικός leftist, πληθυντικός leftists
  1. αριστερός (άτομο που υποστηρίζει τις ιδέες της αριστεράς)
    Many leftists support policies that aim to reduce income inequality and provide universal healthcare.