επίθετο “leftist”
βασική μορφή leftist (more/most)
- αριστερός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new mayor's leftist policies focus on increasing social welfare programs.
ουσιαστικό “leftist”
ενικός leftist, πληθυντικός leftists
- αριστερός (άτομο που υποστηρίζει τις ιδέες της αριστεράς)
Many leftists support policies that aim to reduce income inequality and provide universal healthcare.