·

plural (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “plural”

βασική μορφή plural (more/most)
  1. πληθυντικός
    In English, adjectives do not change form when modifying plural nouns.
  2. πλουραλιστικός
    They live in a plural society where different cultures are respected.
  3. (ψυχολογία) έχοντας πολλαπλές ταυτότητες ή προσωπικότητες
    As a plural individual, they navigate life with several selves.

ουσιαστικό “plural”

ενικός plural, πληθυντικός plurals ή μη μετρήσιμο
  1. πληθυντικός αριθμός
    The word 'children' is the plural of 'child'.
  2. (ψυχολογία) ένα άτομο που έχει πολλαπλές ταυτότητες ή προσωπικότητες
    They identify as a plural and experience life with different personas.