επίθετο “plural”
βασική μορφή plural (more/most)
- πληθυντικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
In English, adjectives do not change form when modifying plural nouns.
- πλουραλιστικός
They live in a plural society where different cultures are respected.
- (ψυχολογία) έχοντας πολλαπλές ταυτότητες ή προσωπικότητες
As a plural individual, they navigate life with several selves.
ουσιαστικό “plural”
ενικός plural, πληθυντικός plurals ή μη μετρήσιμο
- πληθυντικός αριθμός
The word 'children' is the plural of 'child'.
- (ψυχολογία) ένα άτομο που έχει πολλαπλές ταυτότητες ή προσωπικότητες
They identify as a plural and experience life with different personas.